- νταραβερτζής
- ο делец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταραβερτζής — και νταλαβερτζής, ο 1. αυτός που έχει εμπορικές συναλλαγές, που έχει δοσοληψίες με κάποιον 2. πολυπράγμων, αυτός που αναμιγνύεται σε διάφορες υποθέσεις κυνηγώντας το κέρδος 3. αυτός που τού αρέσει να προκαλεί φασαρία, εριστικός, καβγατζής.… … Dictionary of Greek
νταραβερτζής — ο αυτός που κατορθώνει να κερδίζει τη ζωή του με διάφορες μικροδουλειές, όχι πάντοτε νόμιμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)